Με τον όρο «οικονομική εγκληματικότητα» νοείται η προσβολή μιας ή περισσότερων όψεων του εννόμου αγαθού της οικονομικής τάξης που επέρχεται με την απόκτηση παράνομων περιουσιακών πλεονεκτημάτων. Τα τελευταία προέρχονται είτε α) από την ανάπτυξη αθέμητης οικονομικής δραστηριότητας είτε β) από την καταχρηστική εκμετάλλευση της οικονομικής θέσεως, ισχύος ή εμπιστοσύνης.
Η οικονομική εγκληματικότητα αποτέλεσε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος παγκόσμια και καταπολεμήθηκε τόσο με τις εσωτερικές νομοθεσίες των κρατών όσο και με διεθνή νομοθετικά κείμενα σε συνεργασία των κρατών, καθώς μέσω αυτών ανθίζει το οργανωμένο έγκλημα, βασικό χαρακτηριστικό του οποίου είναι η διείσδυση στους κρατικούς μηχανισμούς και η διαφθορά πολιτικών προσώπων με απώτερη συνέπεια την ευδοκίμηση της παραοικονομίας, της μαύρης αγοράς, του βρώμικου χρήματος και τελικά την επίδραση στην παγκόσμια οικονομία. Στην κατηγορία των οικονομικών εγκλημάτων εντάσσονται κατά βάση η απιστία, η απάτη, η υπεξαίρεση, η νομιμοποίηση παράνομων εσόδων, ο φοροδιαφυγή, το λαθρεμπόριο, η δωροδοκία και η δωροληψία, η ευρωαπάτη κ.α.