Σύμφωνα με τον Ν. 4734/2020, ο οποίος τροποποίησε τον Ν. 4557/2018 για τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων ενσωματώνοντας την υπ’ αριθμ. 843/2018 οδηγία της ευρωπαϊκής ένωσης, εικονικά νομίσματα είναι «η ψηφιακή αναπαράσταση αξίας που δεν εκδίδεται από κεντρική τράπεζα ή δημόσια αρχή, ούτε έχει την εγγύησή τους, δεν συνδέεται κατ` ανάγκη με νομίμως κυκλοφορούν νόμισμα και δεν διαθέτει το νομικό καθεστώς νομίσματος ή χρήματος, όμως γίνεται αποδεκτή από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ως μέσο συναλλαγής και μπορεί να μεταφέρεται, να αποθηκεύεται ή να διακινείται ηλεκτρονικά, ενώ πάροχος υπηρεσιών θεματοφυλακής ψηφιακών πορτοφολιών είναι η οντότητα που παρέχει υπηρεσίες για τη διασφάλιση ιδιωτικών κρυπτογραφικών κλειδιών για λογαριασμό των πελατών της, με στόχο τη διακράτηση, αποθήκευση και μεταβίβαση εικονικών νομισμάτων». Προκύπτει, λοιπόν, ρητά εκ του νόμου ότι τα κρυπτονομίσματα/ ψηφιακά και εικονικά, δεν έχουν λάβει τη νόμιμη αναγνώριση τους με πράξη της πολιτείας (με νόμο δηλαδή), με αποτέλεσμα να μην εντάσσονται στα επίσημα νομίσματα που γίνονται αναγκαστικά αποδεκτά στις συναλλαγές εντός της ελληνικής και ευρωπαϊκής επικράτειας.
Ωστόσο, εφόσον τα κρυπτονομίσματα/ εικονικά/ ψηφιακά αποτελούν γενικό μέσο συναλλαγών και πληρωμών στο πεδίο της ηλεκτρονικής αγοράς, εντάσσονται στην περιφέρεια της έννοιας του χρήματος. Την ως άνω θέση ρητά αναγνώρισε και το δικαστήριο της ΕΕ, καθώς, διέγνωσε, το πρώτον, ότι οι συναλλαγές με εικονικά, ψηφιακά νομίσματα συνιστούν ανταλλαγή μέσων πληρωμής, με αποτέλεσμα οι συναλλαγές αγοραπωλησίας με εικονικά νομίσματα να συνιστούν παροχές υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 24 της Οδηγίας περί ΦΠΑ (όπως αποφαίνεται το Δικαστήριο, σκέψη 31 της εν λόγω απόφασης). Η έννοια λοιπόν της υπηρεσίας αναγορεύεται στη κρίσιμη έννοια που πλαισιώνει τις συναλλαγές με κρυπτονομίσματα / ψηφιακά/ εικονικά. Ακολούθως, το Δικαστήριο της ΕΕ οδηγήθηκε στη διαπίστωση ότι κάθε τέτοια υπηρεσία πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας, κατά την έννοια του άρθρου 2 / παρ. 1, στ. ́γ της Οδηγίας περί ΦΠΑ, αφού εν πράγματι (και υπό το φως της πάγιας νομολογίας του) πληρούται το κριτήριο της άμεσης σχέσης μεταξύ της παρεχόμενης υπηρεσίας και της λαμβανόμενης αντιπαροχής από τον υποκείμενο στο φόρο επιχειρηματία, καταλήγοντας στην κρίση ότι κάθε πρόσωπο που θα επιχειρεί συναλλαγές με κρυπτονομίσματα, ψηφιακά/ εικονικά νομίσματα κρίνεται ορθό να αντιμετωπίζεται από φορολογική πάντοτε άποψη (και ειδικότερα σε θέματα ΦΠΑ) ως πάροχος υπηρεσιών και μάλιστα εξ επαχθούς αιτίας, ο οποίος δεν θα υποχρεούται σε καταβολή ΦΠΑ, αφού κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα εικονικά, ψηφιακά νομίσματα έχουν την ίδια λειτουργία με τα άλλα εκ του νόμου μέσα πληρωμών. Επιπρόσθετα, η οδηγία 843/2018 της ευρωπαϊκής ένωσης, αναγνωρίζει, πλέον, ρητά τα εικονικά νομίσματα ως μέσα πληρωμής και υπό προϋποθέσεις ως επενδυτικό προϊόν. Στο άρθρο 10 του προοιμίου της 843/2018 αναφέρεται ότι «Παρόλο που τα εικονικά νομίσματα μπορούν να χρησιμοποιούνται συχνά ως μέσο πληρωμής, και θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν και για άλλους διαφορετικούς σκοπούς και να βρουν ευρύτερες εφαρμογές όπως ως μέσα ανταλλαγής, επενδυτικοί σκοποί, προϊόντα αποθήκευσης αξίας ή χρήσεις σε διαδικτυακά καζίνα. Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να καλύψει όλες τις δυνητικές χρήσεις των εικονικών νομισμάτων».
Προκύπτει, αναμφισβήτητα το συμπέρασμα ότι τα κρυπτονομίσματα θα πρέπει να διακρίνονται όταν αυτά αποτελούν παράγωγα με υποκείμενη αξία, όταν δηλαδή η αξία τους ελέγχεται και εξαρτάται από την αξία επίσημου νομίσματος κράτους στα πλαίσια μιας οργανωμένης αγοράς. Στην τελευταία περίπτωση μπορεί να αντιμετωπιστεί ως χρηματοπιστωτικό/ επενδυτικό προϊόν, το οποίο υπάγεται σε διαφορετική νομοθεσία και συγκεκριμένα υπάγεται στο Ν. 4514/2018 και την Οδηγία 2014/65/ΕΕ (MiFID II). Ο Ν. 3606/07 που ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία 2004/39/ΕΚ (MiFID) και έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση των αγορών χρηματοπιστωτικών μέσων ανάγει σε ρυθμιστικά υποκείμενα αυτού (άρθρο 3) τις Ανώνυμες Εταιρίες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ), τις Ανώνυμες Εταιρείες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ), τις Ανώνυμες Εταιρείες Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (ΑΕΔΑΚ), τα πιστωτικά ιδρύματα εφόσον παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, καθώς και τις ΕΠΕΥ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους. Με τον νέο Ν. 4514/2018 που ενσωμάτωσε τη νέα Οδηγία 2014/65/ΕΕ (MiFID II), υποκείμενα του οποίου καθίστανται οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι διαχειριστές αγοράς, οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και οι επιχειρήσεις τρίτων χωρών, που ως αντικείμενο της δράσης τους έχουν την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος στην Ελλάδα. Έτσι, λοιπόν, εάν τα κρυπτονομίσματα φέρουν τον χαρακτήρα χρηματοπιστωτικού μέσου, τότε υπάγονται στο πεδίο των διατάξεων των ως άνω νόμων (ανάλογα με τον χρόνο τέλεσης μίας συναλλαγής σε bitcoins) και προκειμένου να είναι νόμιμη η λειτουργία μίας ηλεκτρονικής πλατφόρμας ανταλλαγής ή απόθεσης bitcoins απαιτείται η παροχή άδειας λειτουργίας αυτής υπό τη μορφή ενός νομικού προσώπου που ρυθμίζεται από τις ως άνω διατάξεις. Στον νόμο αυτό εμπίπτουν οι κινητές αξίες και τα μέσα χρηματαγοράς, όμως ρητώς εξαιρούνται τα μέσα πληρωμών.